- μακροπέπερι
- μακροπέπερι, τὸ (AM, Μ και μακροπέπεριν)βλ. μακροπίπερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροπίπερο — το (AM μακροπέπερι, Μ και μακροπέπεριν) είδος πολύ καφτερού πιπεριού … Dictionary of Greek
ԴԱՐԱՊՂՊԵՂ — ( ) NBH 1 0604 Chronological Sequence: Unknown date գ. որ եւ ԴԱՐԻ ՊՂՊԵՂ. ըստ յն. երկայն պղպեղ. μακροπέπερι piper longum պաճ պիպեռ ... Գաղիան.: Բժշկարան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)